- πισσαλιφής
- πισσ-ᾰλῐφής, ές,A tarred, pitched, Eust.1561.9.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πισσαλιφής — tarred masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πισσαλιφής — ές, Μ αλειμμένος με πίσσα, πισσωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πίσσα + αλιφής (< αλείφω)] … Dictionary of Greek